μποτιλιάρω

μποτιλιάρω
[μποτίλια]
1. βάζω υγρό σε φιάλη και τή σφραγίζω, εμφιαλώνω
2. μτφ. αποκλείω πλοία σε λιμάνι φράζοντας την έξοδο
3. παθ. μποτιλιάρομαι
ακινητοποιούμαι λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μποτιλιάρω — μποτιλιάρω, μποτιλιάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μποτιλιάρω — μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος 1. γεμίζω μπουκάλι με υγρό, εμφιαλώνω: Παραγγείλαμε κρασί μποτιλιαρισμένο. 2. μτφ., ακινητοποιώ πλοίο μέσα σε λιμάνι φράζοντας το στόμιό του ή αυτοκίνητο εξαιτίας συνωστισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφιαλώνω — και εμφιαλώ ( όω) γεμίζω φιάλη με ποτό ή άλλο υγρό και τή σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω («εμφιαλωμένο κρασί, ποτό κ.λπ.» μποτιλιαρισμένο, σφραγισμένο) …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρισμα — το [μποτιλιάρω] 1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση 2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι β) κυκλοφοριακή συμφόρηση …   Dictionary of Greek

  • εμφιαλώνω — εμφιάλωσα, εμφιαλώθηκα, εμφιαλωμένος, μτβ., γεμίζω φιάλες (μπουκάλια) με υγρό και τις σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”